ηλιόφοβος

ηλιόφοβος
η , ο [ος , ον ] избегающий солнца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηλιόφοβος" в других словарях:

  • ηλιόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ηλιοφοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliophobous < helio (πρβλ. ηλιο *) + phobous (πρβλ. φόβος)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφοβος — η, ο αυτός που για ψυχολογικούς λόγους φοβάται τον ήλιο και το φως γενικά. Ουσ. ηλιοφοβία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»